οργανάκι

οργανάκι
οργανάκι, το και οργανέτο, το
(λ. ιταλ.), είδος μηχανικού μουσικού οργάνου, αλλ. λατέρνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οργανάκι — το 1. μικρό όργανο 2. το μουσικό όργανο οργανέτο, η λατέρνα …   Dictionary of Greek

  • Stefanos Linaios — Στέφανος Ληναίος Born August 1928 Messini Occupation Actor Stefanos Linaios (Greek: Στέφανος Ληναίος), born Dionysios Mytilinaios (Διονύσιος Μυτιληναίος) in August 1928 in Messini, Messinia, Greece), is a Greek actor, writer, director, and… …   Wikipedia

  • οργανέτο — το 1. μικρό όργανο 2. η λατέρνα, αλλ. οργανάκι 3. (με μειωτική σημ.) άνθρωπος που ενεργεί με εντολές άλλου και όχι αυτοβούλως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. organ etto (< λατ. organum < όργανο)] …   Dictionary of Greek

  • όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς …   Dictionary of Greek

  • Ηλιάδης, Φρίξος — (Μυτιλήνη 1928 –). Σκηνοθέτης. Σπούδασε θέατρο στη σχολή Γιαννούλη Σαραντίδη και μετά από μια σύντομη καριέρα ηθοποιού στράφηκε στη δημοσιογραφία και στον κινηματογράφο. Έγραψε το βιβλίο Ελληνικός κινηματογράφος, που θεωρείται κλασικό στο είδος… …   Dictionary of Greek

  • Ληναίος, Στέφανος — (Μεσσήνη 1928 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Αθηνών και στη σχολή RADA του Λονδίνου. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1954 (στον θίασο Κοτοπούλη) και έκτοτε εργάζεται συνεχώς, αρχικά ως ηθοποιός και αργότερα ως θιασάρχης,… …   Dictionary of Greek

  • οργανέτο — το (λ. ιταλ.), βλ. οργανάκι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”